χαγκάνα

χαγκάνα
η, Ν
άκλ. σιωνιστική στρατιωτική οργάνωση η οποία απηχούσε τα αισθήματα τής πλειονότητας τού εβραϊκού στοιχείου στην Παλαιστίνη κατά την περίοδο 1920-1948.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εβρ. haganah «άμυνα»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Ισραήλ — I Επίσημη ονομασία: Κράτος του Ισραήλ Έκταση: 20.770 τ. χλμ. Πληθυσμός: 6.029.529 (2002) Πρωτεύουσα: Ιερουσαλήμ (622.091 κάτ. το 1997) *Σημ.: Η Ιερουσαλήμ ανακηρύχθηκε μονομερώς από το Ισραήλ πρωτεύουσα το 1982, στη θέση του Τελ Αβίβ, χωρίς όμως… …   Dictionary of Greek

  • Μεΐρ, Γκόλντα — (Golda Meir, Κίεβο 1898 – Ιερουσαλήμ 1978). Ισραηλινή πολιτικός. Το πραγματικό της όνομα ήταν Γκόλντα Μάμποβιτς. Το 1906 μετανάστευσε με την οικογένεια της στο Μιλγουόκι των ΗΠΑ και παρέμεινε εκεί έως το 1921, οπότε εγκαταστάθηκε μαζί με τον… …   Dictionary of Greek

  • Νταγιάν, Μοσέ — (Mose Dajan, Ναχαλάλ, Παλαιστίνη 1915 – Ιερουσαλήμ 1981). Ισραηλινός πολιτικός και στρατηγός. Το 1929 κατατάχτηκε στην ιουδαϊκή πολιτοφυλακή (Χαγκάνα) και το 1941 συμμετείχε στις επιχειρήσεις του συμμαχικού στρατού στο συριακό μέτωπο εναντίον των …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”